- τρυφώ
- τρυφῶ, -άω, ΝΜΑ [τρυφή]1. ζω μέσα στην τρυφή, ζω τρυφηλό βίομσν.-αρχ.αντλώ χαρά και ευχαρίστηση από κάτιαρχ.1. ζω μέσα στην ακολασία και στην ασωτεία2. ξοδεύω πολλά, είμαι σπάταλος3. περηφανεύομαι, επαίρομαι4. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) τρυφῶν, -ῶσα, -ῶνα) (για πρόσ.) i) τρυφηλός, μαλθακόςii) φιλήδονος, ακόλαστοςiii) θηλυπρεπήςβ) (για πράγμ.) αβρός, λεπτός («βασιλικὴ και τρυφῶσα παιδεία», Πλάτ.)5. (το απρμφ. ενεστ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ τρυφᾱνη τρυφηλότητα6. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ τρυφῶντεςκακομαθημένα κατοικίδια μικρά ζώα.
Dictionary of Greek. 2013.